Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
View word page
δραγατεύω
to be a watcher of a field

ShortDef

to be a watcher of a field

Debugging

Headword:
δραγατεύω
Headword (normalized):
δραγατεύω
Headword (normalized/stripped):
δραγατευω
IDX:
24024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24025
Key:

Data

{'content': 'to be a watcher of a field'}