Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
View word page
δοχός
containing, able to hold

ShortDef

containing, able to hold

Debugging

Headword:
δοχός
Headword (normalized):
δοχός
Headword (normalized/stripped):
δοχος
IDX:
24022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24023
Key:

Data

{'content': 'containing, able to hold'}