Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
View word page
δοχμός
slantwise

ShortDef

slantwise

Debugging

Headword:
δοχμός
Headword (normalized):
δοχμός
Headword (normalized/stripped):
δοχμος
IDX:
24021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24022
Key:

Data

{'content': 'slantwise'}