Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
View word page
δοχμόομαι
to turn sideways

ShortDef

to turn sideways

Debugging

Headword:
δοχμόομαι
Headword (normalized):
δοχμόομαι
Headword (normalized/stripped):
δοχμοομαι
IDX:
24020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24021
Key:

Data

{'content': 'to turn sideways'}