Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
View word page
δοχμόλοφος
with slanting, nodding plume
ShortDef
with slanting, nodding plume
Debugging
Headword:
δοχμόλοφος
Headword (normalized):
δοχμόλοφος
Headword (normalized/stripped):
δοχμολοφος
IDX:
24019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24020
Key:
Data
{'content': 'with slanting, nodding plume'}