Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
View word page
δόχμιος
across, athwart, aslant

ShortDef

across, athwart, aslant

Debugging

Headword:
δόχμιος
Headword (normalized):
δόχμιος
Headword (normalized/stripped):
δοχμιος
IDX:
24018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24019
Key:

Data

{'content': 'across, athwart, aslant'}