Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
View word page
δοχμιάζω
use the dochmiac metre

ShortDef

use the dochmiac metre

Debugging

Headword:
δοχμιάζω
Headword (normalized):
δοχμιάζω
Headword (normalized/stripped):
δοχμιαζω
IDX:
24017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24018
Key:

Data

{'content': 'use the dochmiac metre'}