Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
View word page
δοχμή
the space contained in a hand's breadth
ShortDef
the space contained in a hand's breadth
Debugging
Headword:
δοχμή
Headword (normalized):
δοχμή
Headword (normalized/stripped):
δοχμη
IDX:
24016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24017
Key:
Data
{'content': "the space contained in a hand's breadth"}