Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
View word page
δοχή
a receptacle
ShortDef
a receptacle
Debugging
Headword:
δοχή
Headword (normalized):
δοχή
Headword (normalized/stripped):
δοχη
IDX:
24014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24015
Key:
Data
{'content': 'a receptacle'}