Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
View word page
δοχεύς
recipient

ShortDef

recipient

Debugging

Headword:
δοχεύς
Headword (normalized):
δοχεύς
Headword (normalized/stripped):
δοχευς
IDX:
24013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24014
Key:

Data

{'content': 'recipient'}