Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
View word page
δουροτόμος
cutting wood

ShortDef

cutting wood

Debugging

Headword:
δουροτόμος
Headword (normalized):
δουροτόμος
Headword (normalized/stripped):
δουροτομος
IDX:
24010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24011
Key:

Data

{'content': 'cutting wood'}