Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
View word page
δουροδόκος
one of the principal beams

ShortDef

one of the principal beams

Debugging

Headword:
δουροδόκος
Headword (normalized):
δουροδόκος
Headword (normalized/stripped):
δουροδοκος
IDX:
24009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24010
Key:

Data

{'content': 'one of the principal beams'}