Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
View word page
δουροδόκη
a case

ShortDef

a case

Debugging

Headword:
δουροδόκη
Headword (normalized):
δουροδόκη
Headword (normalized/stripped):
δουροδοκη
IDX:
24008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24009
Key:

Data

{'content': 'a case'}