Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
δοχικός
δοχμή
View word page
δουριτυπής
wood-cutting

ShortDef

wood-cutting

Debugging

Headword:
δουριτυπής
Headword (normalized):
δουριτυπής
Headword (normalized/stripped):
δουριτυπης
IDX:
24006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24007
Key:

Data

{'content': 'wood-cutting'}