Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχή
View word page
δουρίπληκτος
smitten by the spear; LSJ supp.

ShortDef

smitten by the spear; LSJ supp.

Debugging

Headword:
δουρίπληκτος
Headword (normalized):
δουρίπληκτος
Headword (normalized/stripped):
δουριπληκτος
IDX:
24004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24005
Key:

Data

{'content': 'smitten by the spear; LSJ supp.'}