Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροτόμος
δοχαῖος
View word page
δουρικλειτός
famed for the spear

ShortDef

famed for the spear

Debugging

Headword:
δουρικλειτός
Headword (normalized):
δουρικλειτός
Headword (normalized/stripped):
δουρικλειτος
IDX:
24001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24002
Key:

Data

{'content': 'famed for the spear'}