Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
δουροδόκη
View word page
δούρειος
wooden
ShortDef
wooden
Debugging
Headword:
δούρειος
Headword (normalized):
δούρειος
Headword (normalized/stripped):
δουρειος
IDX:
23998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23999
Key:
Data
{'content': 'wooden'}