Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
δουρίφατος
View word page
δουρατόγλυφος
carved from wood

ShortDef

carved from wood

Debugging

Headword:
δουρατόγλυφος
Headword (normalized):
δουρατόγλυφος
Headword (normalized/stripped):
δουρατογλυφος
IDX:
23997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23998
Key:

Data

{'content': 'carved from wood'}