Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
δουριτυπής
View word page
δουράτεος
of planks
ShortDef
of planks
Debugging
Headword:
δουράτεος
Headword (normalized):
δουράτεος
Headword (normalized/stripped):
δουρατεος
IDX:
23996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23997
Key:
Data
{'content': 'of planks'}