Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
δουρικτητός
δουρίπηκτος
View word page
δουπέω
to sound heavy
ShortDef
to sound heavy
Debugging
Headword:
δουπέω
Headword (normalized):
δουπέω
Headword (normalized/stripped):
δουπεω
IDX:
23993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23994
Key:
Data
{'content': 'to sound heavy'}