Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
δουρικλειτός
View word page
δουλωτικός
pertaining to service

ShortDef

pertaining to service

Debugging

Headword:
δουλωτικός
Headword (normalized):
δουλωτικός
Headword (normalized/stripped):
δουλωτικος
IDX:
23991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23992
Key:

Data

{'content': 'pertaining to service'}