Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
δουριβαρής
View word page
δούλωσις
enslaving, subjugation

ShortDef

enslaving, subjugation

Debugging

Headword:
δούλωσις
Headword (normalized):
δούλωσις
Headword (normalized/stripped):
δουλωσις
IDX:
23990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23991
Key:

Data

{'content': 'enslaving, subjugation'}