Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
δούρειος
δουρηνεκής
View word page
δουλόω
to make a slave of, enslave
ShortDef
to make a slave of, enslave
Debugging
Headword:
δουλόω
Headword (normalized):
δουλόω
Headword (normalized/stripped):
δουλοω
IDX:
23989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23990
Key:
Data
{'content': 'to make a slave of, enslave'}