Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρατόγλυφος
View word page
δουλόσυνος
enslaved

ShortDef

enslaved

Debugging

Headword:
δουλόσυνος
Headword (normalized):
δουλόσυνος
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνος
IDX:
23987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23988
Key:

Data

{'content': 'enslaved'}