Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
View word page
δουλοσύνη
slavery, slavish work

ShortDef

slavery, slavish work

Debugging

Headword:
δουλοσύνη
Headword (normalized):
δουλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνη
IDX:
23986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23987
Key:

Data

{'content': 'slavery, slavish work'}