Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
View word page
δουλοσύνα
servitude
ShortDef
servitude
Debugging
Headword:
δουλοσύνα
Headword (normalized):
δουλοσύνα
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνα
IDX:
23985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23986
Key:
Data
{'content': 'servitude'}