Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
δούξ
δουπέω
View word page
δοῦλος
slave

ShortDef

slave
[lexical cite]

Debugging

Headword:
δοῦλος
Headword (normalized):
δοῦλος
Headword (normalized/stripped):
δουλος
IDX:
23983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23984
Key:

Data

{'content': 'slave'}