Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
δουλόω
δούλωσις
δουλωτικός
View word page
δουλοπρέπεια
a slavish spirit

ShortDef

a slavish spirit

Debugging

Headword:
δουλοπρέπεια
Headword (normalized):
δουλοπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
δουλοπρεπεια
IDX:
23981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23982
Key:

Data

{'content': 'a slavish spirit'}