Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλοφανής
View word page
δουλοποιέω
enslave
ShortDef
enslave
Debugging
Headword:
δουλοποιέω
Headword (normalized):
δουλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δουλοποιεω
IDX:
23978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23979
Key:
Data
{'content': 'enslave'}