Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
δουλόσυνος
View word page
δουλομιξία
consorting with slaves

ShortDef

consorting with slaves

Debugging

Headword:
δουλομιξία
Headword (normalized):
δουλομιξία
Headword (normalized/stripped):
δουλομιξια
IDX:
23977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23978
Key:

Data

{'content': 'consorting with slaves'}