Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δοῦλος2
δουλοσύνα
δουλοσύνη
View word page
δουλομίκτης
one who consorts with slaves

ShortDef

one who consorts with slaves

Debugging

Headword:
δουλομίκτης
Headword (normalized):
δουλομίκτης
Headword (normalized/stripped):
δουλομικτης
IDX:
23976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23977
Key:

Data

{'content': 'one who consorts with slaves'}