Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
View word page
δουλοκοίτης
consorting with slaves

ShortDef

consorting with slaves

Debugging

Headword:
δουλοκοίτης
Headword (normalized):
δουλοκοίτης
Headword (normalized/stripped):
δουλοκοιτης
IDX:
23972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23973
Key:

Data

{'content': 'consorting with slaves'}