Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
δουλοπόνηρος
View word page
δουλογνώμων
of slavish mind

ShortDef

of slavish mind

Debugging

Headword:
δουλογνώμων
Headword (normalized):
δουλογνώμων
Headword (normalized/stripped):
δουλογνωμων
IDX:
23970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23971
Key:

Data

{'content': 'of slavish mind'}