Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
δουλοποιέω
δουλοποιός
View word page
δουλόβοτος
eaten up by slaves

ShortDef

eaten up by slaves

Debugging

Headword:
δουλόβοτος
Headword (normalized):
δουλόβοτος
Headword (normalized/stripped):
δουλοβοτος
IDX:
23969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23970
Key:

Data

{'content': 'eaten up by slaves'}