Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
δουλομιξία
View word page
Δουλιχιεύς
inhabitant of Dulichium

ShortDef

inhabitant of Dulichium

Debugging

Headword:
Δουλιχιεύς
Headword (normalized):
δουλιχιεύς
Headword (normalized/stripped):
δουλιχιευς
IDX:
23967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23968
Key:

Data

{'content': 'inhabitant of Dulichium'}