Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
δουλομίκτης
View word page
δούλιος
slavish, servile

ShortDef

slavish, servile

Debugging

Headword:
δούλιος
Headword (normalized):
δούλιος
Headword (normalized/stripped):
δουλιος
IDX:
23966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23967
Key:

Data

{'content': 'slavish, servile'}