Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
δουλομαχία
View word page
δουλικός
of or for a slave, servile

ShortDef

of or for a slave, servile

Debugging

Headword:
δουλικός
Headword (normalized):
δουλικός
Headword (normalized/stripped):
δουλικος
IDX:
23965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23966
Key:

Data

{'content': 'of or for a slave, servile'}