Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
δουλοκρατία
View word page
δούλη
slave
ShortDef
slave
Debugging
Headword:
δούλη
Headword (normalized):
δούλη
Headword (normalized/stripped):
δουλη
IDX:
23964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23965
Key:
Data
{'content': 'slave'}