Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
δουλοκρατέομαι
View word page
δουλεύω
to be a slave

ShortDef

to be a slave

Debugging

Headword:
δουλεύω
Headword (normalized):
δουλεύω
Headword (normalized/stripped):
δουλευω
IDX:
23963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23964
Key:

Data

{'content': 'to be a slave'}