Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
δουλοκοίτης
View word page
δουλεύτρια
female attendant

ShortDef

female attendant

Debugging

Headword:
δουλεύτρια
Headword (normalized):
δουλεύτρια
Headword (normalized/stripped):
δουλευτρια
IDX:
23962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23963
Key:

Data

{'content': 'female attendant'}