Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
δουλοδιδάσκαλος
View word page
δουλευτός
servile
ShortDef
servile
Debugging
Headword:
δουλευτός
Headword (normalized):
δουλευτός
Headword (normalized/stripped):
δουλευτος
IDX:
23961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23962
Key:
Data
{'content': 'servile'}