Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
δουλογνώμων
View word page
δουλευτέος
one must be a slave

ShortDef

one must be a slave

Debugging

Headword:
δουλευτέος
Headword (normalized):
δουλευτέος
Headword (normalized/stripped):
δουλευτεος
IDX:
23960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23961
Key:

Data

{'content': 'one must be a slave'}