Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
δουλόβοτος
View word page
δουλευτέον
one must be a slave

ShortDef

one must be a slave

Debugging

Headword:
δουλευτέον
Headword (normalized):
δουλευτέον
Headword (normalized/stripped):
δουλευτεον
IDX:
23959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23960
Key:

Data

{'content': 'one must be a slave'}