Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
Δουλίχιον
View word page
δούλευσις
slavery
ShortDef
slavery
Debugging
Headword:
δούλευσις
Headword (normalized):
δούλευσις
Headword (normalized/stripped):
δουλευσις
IDX:
23958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23959
Key:
Data
{'content': 'slavery'}