Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
δουλικός
δούλιος
Δουλιχιεύς
View word page
δούλευμα
a service

ShortDef

a service

Debugging

Headword:
δούλευμα
Headword (normalized):
δούλευμα
Headword (normalized/stripped):
δουλευμα
IDX:
23957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23958
Key:

Data

{'content': 'a service'}