Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
δούλη
View word page
δούλειος
slavish, servile
ShortDef
slavish, servile
Debugging
Headword:
δούλειος
Headword (normalized):
δούλειος
Headword (normalized/stripped):
δουλειος
IDX:
23954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23955
Key:
Data
{'content': 'slavish, servile'}