Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
δουλεύω
View word page
δουλεία
servitude, slavery, bondage

ShortDef

servitude, slavery, bondage

Debugging

Headword:
δουλεία
Headword (normalized):
δουλεία
Headword (normalized/stripped):
δουλεια
IDX:
23953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23954
Key:

Data

{'content': 'servitude, slavery, bondage'}