Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
δουλευτός
δουλεύτρια
View word page
δουλάριον
slave girl

ShortDef

slave girl

Debugging

Headword:
δουλάριον
Headword (normalized):
δουλάριον
Headword (normalized/stripped):
δουλαριον
IDX:
23952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23953
Key:

Data

{'content': 'slave girl'}