Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
δουλευτέος
View word page
δουλαγωγός
enslaving
ShortDef
enslaving
Debugging
Headword:
δουλαγωγός
Headword (normalized):
δουλαγωγός
Headword (normalized/stripped):
δουλαγωγος
IDX:
23950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23951
Key:
Data
{'content': 'enslaving'}