Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
δουλευτέον
View word page
δουλαγωγία
enslavement
ShortDef
enslavement
Debugging
Headword:
δουλαγωγία
Headword (normalized):
δουλαγωγία
Headword (normalized/stripped):
δουλαγωγια
IDX:
23949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23950
Key:
Data
{'content': 'enslavement'}